(από την Π.Αλατζόγλου, φιλόλογο του Ελληνικού Λυκείου
Αννοβέρου)
Περί
τα μέσα Ιανουαρίου άκουσα σε μια εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού NDR Kultur μια
συζήτηση που, ανάμεσα στα άλλα, έκανε αναφορά και στους βομβαρδισμούς των
αμερικανών στο Ιράν με αποτέλεσμα την καταστροφή μνημείων παγκόσμιας
πολιτιστικής κληρονομιάς, πράγμα που ώθησε αμερικανούς αρχαιολόγους να
αναρωτηθούν μήπως αυτοί (οι αμερικανοί δηλ.) είναι βάρβαροι. Αυτή ακριβώς η
θέση ήταν το κεντρικό θέμα της συζήτησης, και η ειδική που κλήθηκε να
διατυπώσει τις απόψεις της έκρινε σκόπιμο να συγκρίνει τις καταστροφές που
προκάλεσαν στην Περσέπολη οι αμερικανικές βόμβες με τις καταστροφές που επέφερε
ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν τον Ιανουάριο του 330 π.Χ. κυρίευσε την ίδια πόλη.
Έκανε μάλιστα αυτή τη σύγκριση δυο φορές στη διάρκεια της εκπομπής.
Αυτός
ο παραλληλισμός του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τους αμερικανούς με ενόχλησε
αφάνταστα όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά για το ότι είναι άτοπος και γιατί
εξετάστηκαν παράλληλα ανόμοια στοιχεία. Και γιατί, όταν ατεκμηρίωτες απόψεις
διατυπώνονται τόσο εύκολα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δημιουργούν εντυπώσεις
και βεβαιότητες που πολύ δύσκολα ανατρέπονται.
Επειδή
θίχτηκε το φιλότιμό μου, γιατί είμαι ελληνίδα,
Επειδή
εύκολα ανεχόμαστε να καπηλεύονται διάφοροι την ιστορία μας,
Επειδή
ποτέ δεν άκουσα να υψώνουμε τη φωνή μας, για να υπερασπιστούμε ό, τι μας
ανήκει,
Επειδή
είμαι δασκάλα,
αποφάσισα
να ψάξω λίγο στις πηγές, για να μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα και να καταγγείλω
όσους επιχειρούν άκριτα (ίσως και αθέλητα;) να χαλκεύσουν το παρελθόν μας. (Ένα
παρελθόν για το οποίο είμαι/είμαστε άλλοτε περήφανοι και άλλοτε όχι –όπως
συμβαίνει άλλωστε με όλους τους λαούς- αλλά είναι δικό μας, μας το κληροδότησαν
οι παππούδες μας).
Διάβασα,
λοιπόν, τον Πλούταρχο, τον Αρριανό, τον Ηρόδοτο, τον Hammond, τον Gehrke, τον Haefs (θα
δείτε αναλυτικά τη βιβλιογραφία στο τέλος αυτών των σημειώσεων), γιατί μ’
ενδιέφερε να δω κατά πόσο νομιμοποιείται κανείς να συγκρίνει τις καταστροφές
μνημείων που προκλήθηκαν από τους Μακεδόνες του Αλέξανδρου στην Περσέπολη με
αυτές των αμερικανών.
Αλλά,
για ποια μνημεία μιλάμε; Υπάρχει σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή η έννοια «μνημείο
πολιτιστικής κληρονομιάς»;
Οι
Πέρσες στην εκστρατεία τους εναντίον της Ελλάδας το 480 π. Χ. κατέκαψαν τους ναούς των ελληνικών θεών στην
Ακρόπολη στην Αθήνα (Ηρόδοτος, Ιστορίαι VIII,53,2),
και οι έλληνες αντίκριζαν ερείπια για πολλές δεκαετίες, μέχρι να ξανακτιστούν
με πρωτοβουλία του Περικλή τα κτίρια στην Ακρόπολη (1).
Ο
Αλέξανδρος ορκίστηκε να εκδικηθεί αυτή τη λεηλασία. Κανείς δεν αμφιβάλλει και
δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι Μακεδόνες δεν επέφεραν καταστροφές στους
τόπους όπου έδωσαν μάχες (και ποιος στρατός δεν το κάνει;), αλλά, είναι δυνατόν
να συγκρίνει κανείς τα μεγέθη των καταστροφών που προκλήθηκαν από τους έλληνες
του 4ου αι. π. Χ. με εκείνες τις καταστροφές που προκλήθηκαν από
τους αμερικανούς με την προηγμένη οπλική τεχνολογία του 20ου αι.;
Και η σύγκριση πρέπει να γίνεται άραγε με την καταστροφή μνημείων του
παρελθόντος ή με τις καταστροφές που επιφέρει μια πολεμική σύγκρουση στο
σύγχρονό της υλικό πολιτισμό; Μήπως τότε θα έπρεπε να συγκρίνουμε τις
καταστροφές που επέφερε ο Αλέξανδρος στην Περσέπολη με τις αντίστοιχες των
αμερικανών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι;
Παρ’
όλα αυτά και επειδή νομίζω ότι καλό θα ήταν να ξέρουμε όλοι μας, και κυρίως τα
παιδιά μας, μερικά πράγματα, για να μπορούμε να επιχειρηματολογούμε πάνω στις
απόψεις μας, επιτρέψτε μου να σας αφηγηθώ τη σχετική ιστορία.
Μετά
την κατάκτηση της Περσέπολης (Ιαν.330 π.Χ.) κάλεσε ο Αλέξανδρος μερικούς φίλους
και αξιωματούχους, για να συζητήσουν για την τύχη της πόλης. Ο Αρριανός
(Ανάβασις ΙΙΙ,18), που σ’ αυτό το σημείο ακολουθεί τις πληροφορίες του Πτολεμαίου
(φίλου του Αλέξανδρου από την παιδική του ηλικία) και του Αριστόβουλου (που
ήταν στο στρατό του Αλέξανδρου), αναφέρει ότι υπήρξε μια διαφωνία ανάμεσα στον
Αλέξανδρο και τον Παρμενίωνα (μακεδόνα στρατηγό). Ο Αλέξανδρος πρότεινε, σαν
αντίποινα για την καταστροφή που προκάλεσαν οι Πέρσες στην Αθήνα, να κάψουν το
παλάτι του Δαρείου και του Ξέρξη, πράγμα που θα σηματοδοτούσε το θρίαμβο των
ελλήνων. Ο Παρμενίων αντίθετα ήταν της άποψης ότι μια τέτοια ενέργεια θα έδινε
στους Πέρσες το δικαίωμα να χαρακτηρίσουν τους Μακεδόνες κατακτητές και
πλιατσικολόγους. Τελικά, ο Αλέξανδρος, αφού διέσωσε το θησαυρό του παλατιού,
αντάμειψε τους στρατιώτες του για τη γενναιότητά τους, δίνοντάς τους την άδεια
να λεηλατήσουν το παλάτι, την αίθουσα του θρόνου και το θησαυροφυλάκιο. Και
μετά έβαλε φωτιά στα κτίρια. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι όλα έγιναν με μεγάλη
βιασύνη, γιατί κάτω από τα ερείπια οι αρχαιολόγοι βρήκαν αντικείμενα από χρυσό
και πολύτιμες πέτρες. Ωστόσο, παρά τη λεηλασία και τον εμπρησμό του παλατιού, η
πόλη δεν υπέστη καμιά καταστροφή, σημειώνει ο Nicholas Hammond στο
βιβλίο του Alexander der Grosse. Feldherr und Staatsmann. Biographie, σελ. 172 (ο Hammond θεωρείται ο πιο σημαντικός γνώστης της ιστορίας των
Μακεδόνων).
Διαβάζοντας,
βέβαια, το βιβλίο του Hans-Joachim Gehrke, Alexander der Grosse εντόπισα τα εξής : Προς το τέλος της παραμονής τους στην
Περσέπολη (Μάιος του 330 π. Χ. ) οι Μακεδόνες έκαψαν το παλάτι του Δαρείου. Ο
ίδιος ο Αλέξανδρος μαζί με τους συντρόφους του έβαλε τη φωτιά (Πλούταρχος, Βίος
Αλεξάνδρου, 38), πράξη για την οποία μετανόησε (στην ίδια πηγή). Όσον αφορά στα
κίνητρα αυτής της πράξης, γράφει ο Gehrke, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Στην επίσημη
ερμηνεία γινόταν λόγος για πράξη εκδίκησης για την καταστροφή των ελληνικών
ιερών από τον Ξέρξη. Αυτό με την πρώτη ματιά φαίνεται σωστό. Η εκστρατεία του
Αλεξάνδρου ήταν πρωταρχικά μια πράξη εκδίκησης και κάτι τέτοιο έπρεπε να φανεί
επιδεικτικά. Το γεγονός δε ότι πριν από τον εμπρησμό είχαν απομακρυνθεί από τα
κτίρια όλα τα πολύτιμα αντικείμενα δείχνει ότι επρόκειτο για ενέργεια
προσχεδιασμένη. Ωστόσο, μετά τα Γαυγάμηλα (όπου ο Αλέξανδρος νίκησε τον Δαρείο
το 331 π. Χ. ) έγινε σαφές ότι ο Αλέξανδρος δεν έβλεπε πια τον εαυτό του σαν
τον ηγέτη μιας εκστρατείας εκδικητικού χαρακτήρα, αλλά σαν τον κυρίαρχο της
περσικής αυτοκρατορίας, με σεβασμό απέναντι στις παραδόσεις της, όπως το έδειξε
η στάση του απέναντι στον τάφο του Κύρου. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις ο
εμπρησμός αποτελεί αντίφαση. Αναζητήθηκαν, λοιπόν, άλλες ερμηνείες του
γεγονότος, και έγινε αποδεκτή η άποψη που παραδίδεται από κάποιους ιστορικούς:
ο εμπρησμός ακολούθησε μετά από υπερβολική οινοποσία, στο πλαίσιο συμποσίου,
και μάλιστα μετά από έντονη παρότρυνση γνωστής αθηναίας εταίρας, της Θαΐδας
(Πλούταρχος, Βίος Αλεξάνδρου, 38). Μεταγενέστερα παρουσιάστηκε σαν επίσημη
πράξη εκδίκησης, αν και δεν ταίριαζε καθόλου στις αντιλήψεις κυριαρχίας του
Αλεξάνδρου.
Ο Gisbert Haefs, στο
ιστορικό του μυθιστόρημα Alexander der Grosse, στηριγμένος στον Καλλισθένη, σύντροφο στην εκστρατεία
του Αλεξάνδρου και ανηψιό του Αριστοτέλη, γράφει επίσης : όταν ο Αλέξανδρος
είναι προ των πυλών της Περσέπολης ήρθαν στο στρατόπεδό του από την πόλη έλληνες,
αιχμάλωτοι των Περσών. Όλοι τους ήταν σε άθλια κατάσταση: άλλοι ήταν τυφλοί,
από άλλους έλειπαν τα πόδια, από άλλους τα χέρια, από άλλους τα αυτιά. Πολλοί
ήταν γυμνοί εντελώς, και πάντως κανείς δεν φορούσε πάνω από ένα πανί γύρω από
τη μέση του. Είναι λογικό η απόφαση για την καταστροφή της Περσέπολης να
ενισχύθηκε και από το θέαμα των ανθρώπων αυτών.
…………………………………………………………………………………………
Όσον
αφορά στη στάση του Αλέξανδρου απέναντι στους Πέρσες, δυστυχώς δεν αποτέλεσε
πρότυπο για τους αμερικανούς με τελευταίο παράδειγμα τη δολοφονία του ιρανού
στρατηγού Σολεϊμανί.
Αντίθετα,
ο Αλέξανδρος, μετά την κατάκτηση των Σάρδεων, κάθε σατράπη ή κυβερνήτη επαρχίας
που αναγνώριζε την κυριαρχία του (του Αλέξανδρου, δηλ.) του επέτρεπε να
διατηρήσει το αξίωμα που είχε και υπό τον Πέρση βασιλιά.
Και
όταν το 332 π. Χ. πέθανε η γυναίκα του Δαρείου, η οποία μαζί με όλη την
οικογένεια του Πέρση βασιλιά ήταν στα χέρια του Αλέξανδρου, της έκανε μια
λαμπρή ταφή σύμφωνα με τα περσικά έθιμα (Πλούταρχος, 30). Αλλά και η σχέση του
με την Σισύγαμβιν, τη μητέρα του Δαρείου, χαρακτηριζόταν από αμοιβαίο σεβασμό.
Λέγεται μάλιστα ότι κατόπιν δικής της παράκλησης φέρθηκε ο Αλέξανδρος στους
Ουξίους (λαό στα ΝΑ των Σούσων) με επιείκεια (Hammond, σελ.
173). Ακόμη : τη μητέρα του Δαρείου, τις κόρες του και το γιο του, που τους
φερόταν ο Αλέξανδρος όπως άρμοζε σε βασιλική οικογένεια, φεύγοντας ο ίδιος από
τα Σούσα, τους άφησε εκεί και τους έδωσε δασκάλους για να τους μάθουν ελληνικά
(Hammond, σελ. 170).
Και
για να ολοκληρώσω: όχι μόνο δεν
κατέστρεφε μνημεία ο Αλέξανδρος, αλλά διέταξε να ανεγερθεί εκ νέου ο τάφος του
Κύρου, σκοτώνοντας μάλιστα τον Έλληνα Πουλαμάχο, που καταγόταν από την Πέλλα, ο
οποίος είχε διανοίξει τον τάφο και είχε επιφέρει σ’ αυτόν καταστροφές
(Πλούταρχος, 69).
Έτσι,
για να μην ακούμε και πιστεύουμε ό, τι λέει ο ένας και ο άλλος που ενδεχομένως
υποκινείται από άγνοια, ημιμάθεια (ακόμη χειρότερα) ή πολιτική σκοπιμότητα. Και
ναι, δεν διεκδικούμε τίποτα περισσότερο από αυτό που μας ανήκει. Απλώς αυτό που
μας ανήκει, αυτό που είναι στοιχείο της παράδοσής μας, της ιστορίας μας, το
προστατεύουμε με νύχια και με δόντια. Πολύ περισσότερο, αν αυτή (στην
προκειμένη περίπτωση) που το κάνει, είναι δασκάλα.
Ευχαριστώ
πολύ τους συναδέλφους κ.κ. Γιώργο Λαγουρό και Γιάννη Κακλαμάνο για τις γόνιμες
συζητήσεις που συνέβαλαν στην τελική διαμόρφωση του κειμένου αυτού.
Σημειώσεις
(1)
Ο ναός της Αθηνάς – Νίκης αποφασίστηκε να ξαναχτιστεί το 448 π.Χ., αλλά τελικά
η ανοικοδόμησή του άρχισε το 427 π.Χ. Το Ερεχθείο άρχισε να χτίζεται μετά το
421 π.Χ. Ο Παρθενώνας το 447 π.Χ., αλλά
ολοκληρώθηκε μετά από πολλά χρόνια. Τα Προπύλαια ξαναχτίστηκαν μεταξύ 437 και
432 π.Χ.
Βιβλιογραφία
1.
Plutarchus, Alexander et Caesar, Teubner 1994
2.
Αρριανού Ανάβασις, εκδ. Εξάντας, τομ. Ι
3. Herodot Historien, Bd.I,
Griechisch-Deutsch, Hrsgb. Josef Feix, Heimeran Verlag Muenchen
4. Nicholas Hammond, Alexander
der Grosse. Feldher und Staatsmann. Biographie, Vrlg.Ullstein
5. Reclams Lexikon der Antike,
Hrsgb. M.C. Howatson, Philipp
Reclam jun. Stuttgart
6. Hans-Joachim Gehrke,
Alexander der Grosse, Beck’sche Reihe
7. Gisbert Haefs, Alexander
der Grosse, Haffmans Verlag
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου