Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ «ΑΝΤΙΓΟΝΗ»;

(Από την Παναγιώτα Αλατζόγλου, φιλόλογο του Ελληνικού Λυκείου Αννοβέρου)

    Υπάρχουν κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν φρέσκα, επίκαιρα, σαν να έχει καταφέρει ο δημιουργός τους να δει στο μέλλον. Κι αυτό γιατί περιγράφουν συγκρούσεις, χειρισμό καταστάσεων και σκέψεις που από την αρχή της ιστορίας προσιδιάζουν στην ανθρώπινη φύση και ανήκουν στην κοινωνική ζωή. Επηρεάζονται δε εντελώς επιφανειακά από το πνεύμα της κάθε εποχής και τις ιστορικές μεταβολές.

    Ας φαντασθούμε έναν άνθρωπο, ο οποίος, ανεπηρέαστος από την κρατική εξουσία, δρα σύμφωνα με τη συνείδησή του και τις πεποιθήσεις του. Ο οποίος, μάλιστα, στρέφεται ενάντια στο θείο του, οδηγεί τον ίδιο σε συγκρούσεις εσωτερικές, και θυσιάζει και τη ζωή του – μόνο και μόνο για να μείνει συνεπής στα ιδανικά του. Αυτός ο άνθρωπος μάλιστα δεν ζει έξω από την κοινωνία, δεν κινείται από έναν ματαιόδοξο και εγωκεντρικό ιδεαλισμό, αλλά το μόνο που επιδιώκει είναι να ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους της κοινής με τους άλλους ζωής. Όχι αναρχία, αλλά κοινωνική αρμονία σε συμφωνία με τους θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους είναι ο στόχος της σοφόκλειας Αντιγόνης.

    Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση και θα υποστηρίξω την άποψη που μόλις προανέφερα με μια αναφορά στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα. Σ’ αυτό το κείμενο διαβάζουμε έναν μύθο που λέει ότι στην αρχή του κόσμου, ενώ οι άνθρωποι είχαν λάβει τη φωτιά και την τεχνική γνώση από τον Προμηθέα, ενώ κατείχαν το λόγο, τη γλώσσα και τη λογική, δεν μπορούσαν να ζήσουν σαν άνθρωποι. Είτε εξοντώνονταν από τα ζώα είτε συγκεντρώνονταν σε πόλεις, αλλά εκεί αλληλοσκοτώνονταν. Ο Δίας τους έβγαλε απ’ αυτή την κατάσταση δίνοντάς τους την Αιδώ και τη Δίκη, αχώριστες μεταξύ τους, αφού η μια δημιουργούσε το σεβασμό για την άλλη. Η Αιδώς, η αξιοπρέπεια, που μεταφράζεται και ως σεμνότητα, ντροπή ή τιμή ανάλογα με την περίσταση, είναι (σήμερα) μια χαμένη αρετή, γιατί είναι αρετή συλλογική, που προκύπτει από τη ζωή σε κοινωνία. Η Αιδώς είναι η ενστικτώδης αίσθηση για το τι πρέπει να κάνουμε, ώστε να φανούμε αντάξιοι του βλέμματος του άλλου. Είναι η ιδέα ότι ο άνθρωπος τρέφεται και από το συλλογικό, το οποίο δεν τον αλλοιώνει, αλλά στερεώνει την ύπαρξή του. Η ιδέα ότι κάθε ανθρώπινη ομάδα υφίσταται μόνο αν λάβει υπόψη της και αναγνωρίσει συνειδητά το χρέος του καθενός μας προς αυτή τη συλλογικότητα, προς αυτούς που μας περιβάλλουν, αυτούς που υπήρξαν πριν από μας και αυτούς που θα έρθουν μετά, πράγμα απαραίτητο για τη ζωή σε κοινωνία, για κάθε αξιοπρεπή και δημιουργική ανθρώπινη ζωή.

    Το να επαναφέρουμε στη μόδα της εποχής μας αυτή την αρχαία αρετή, την αιδώ, να την ξανασκεφτούμε σ’ ένα σύγχρονο κόσμο που αναγνωρίζει την ιστορία και τις ρίζες του, θα μπορούσε να είναι το πρόγραμμα ενός νέου ανθρωπισμού : μια πρόκληση για τον αιώνα που ξεκίνησε, για το παρόν των γενεών μας και για εκείνες που θα ακολουθήσουν.

    Κλείνω την παρένθεση για να προσθέσω ότι η Αντιγόνη δεν είναι καμιά καταθλιπτική που επιδιώκει το θάνατο, αντίθετα αγαπάει τη ζωή. Σήμερα ίσως την ονομάζαμε συντηρητική στο θέμα των αξιών που πρεσβεύει. Ωστόσο δεν παίρνει υπόψη της το τι χάνει με τη δράση της, αντίθετα είναι έτοιμη να υποστεί τις συνέπειες των επιλογών της, όσο ολέθριες κι αν είναι.

    Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις καταστάσεις και ότι δεν είναι απλώς υποχείριο θεϊκών εντολών είναι το βασικό θέμα του πρώτου στάσιμου (=άσμα που τραγουδούσε ο χορός των Θηβαίων γερόντων <στη συγκεκριμένη τραγωδία>, όταν πια έχει πάρει τη θέση του (στάσιν) στην ορχήστρα και το οποίο συνόδευε με χορευτικές κινήσεις)

    Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει

    (Πολλά γεννούν το δέος. Το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά)

    Αυτή ακριβώς η ιδέα αποτελεί το θεμέλιο λίθο του ευρωπαϊκού σκέπτεσθαι, πάνω σ’ αυτή την ιδέα στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός ανθρωπισμός, που με τη σειρά του βάζει στο κέντρο του ενδιαφέροντος τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ικανός τόσο για το καλό όσο και για το χειρότερο κακό. Κι αυτή ακριβώς είναι η επιδίωξη της ανθρωπιστικής παιδείας : να οδηγήσει τον άνθρωπο με τη βοήθεια των κλασικών κειμένων στην επιλογή του καλού. Αυτός είναι και ο στόχος της «Αντιγόνης».

    Το άλλο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης, θείος της Αντιγόνης, ο οποίος μετά τον αμοιβαίο θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη ανεβαίνει στο θρόνο της Θήβας. Η διαταγή του να μην ταφεί ο Πολυνείκης, αλλά να γίνει βορά στα όρνια το νεκρό κορμί του, ερχόταν σε έντονη αντίθεση με κάθε έννοια τιμής και θεϊκών επιταγών, που για τους Έλληνες ήταν αξίες ιερές. Μόνο η ταφή εξασφάλιζε ότι ο νεκρός θα γινόταν δεκτός στον κάτω κόσμο. Σαφώς και τα ήξερε όλα αυτά ο Κρέων, αλλά η απόφασή του αυτή στόχευε στο να κάνει σαφή την ισχύ του, την αποφασιστικότητά του και την ικανότητά του να επιβληθεί ως ο νέος άρχοντας των Θηβών. Θεώρησε καθήκον του και απολύτως νόμιμο να ρυθμίσει με δικούς του κανόνες και νόμους τις τύχες της πόλης μετά τον πόλεμο. Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων θα έπρεπε, κατά την άποψή του, να στηρίζεται σε νέους νόμους, οι οποίοι, με την απαγόρευση, για παράδειγμα, της ταφής του Πολυνείκη (αυτό του άξιζε, γιατί στράφηκε κατά της πατρίδας του) στρέφονταν και ενάντια στους θεούς. Απ’ αυτή την οπτική ήταν ο Κρέων ίσως «επαναστατικότερος» της Αντιγόνης, γιατί θεώρησε τη σκληρότητα και την αποφασιστικότητά του θετικές ιδιότητες ενός υπεύθυνου κυβερνήτη, που δεν δίστασε να έρθει αντιμέτωπος με τους κανόνες της παράδοσης. Από το λαό περίμενε αφοσίωση και σεβασμό απέναντι στις πολιτικές του ρυθμίσεις.

    Η ουδέτερη στάση του χορού ενισχύει τη θέση του Κρέοντα και την αυταρχικότητα με την οποία θέλει να κυβερνήσει. Θα μπορούσε εύκολα κανείς να κάνει τη σύγκριση με το σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών : η αποχή από την εκλογική διαδικασία ενισχύει τη θέση του μελλοντικού νικητή των εκλογών.

    Η «Αντιγόνη» ανήκει στο λογοτεχνικό κανόνα της Δύσης, γιατί σ’ αυτή την τραγωδία παρουσιάζονται το τραγικό, το θάρρος, η αποτυχία, η ενοχή της ανθρώπινης δράσης μέσα σε κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Και δεν είναι τυχαία η επιλογή της για διδασκαλία στο σχολείο, είτε πρόκειται για το ελληνικό σχολείο είτε για οποιοδήποτε άλλο στην Ευρώπη, ούτε το γεγονός ότι διδάσκεται εδώ και πολλές δεκαετίες. Την «Αντιγόνη» διδάχτηκα κι εγώ ως μαθήτρια, την «Αντιγόνη» διδάσκω και ως δασκάλα εδώ και 37 χρόνια.