… με την ψυχή
αναζητώντας τη χώρα των Ελλήνων
Αφιέρωμα στην 25η
Μαρτίου 1821
Από την Π.
Αλατζόγλου, καθηγήτρια του Ελληνικού Λυκείου Αννοβέρου
Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό
Εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά
Όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης –
Μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
Που όλο σκαλίζει και μηνά στην Ρώμη-
Αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος
Κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
Μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
Να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην,
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
Τα «πού οι Έλληνες;» και «πού τα Ελληνικά
Πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
Αφού τα γράφουν, θα το γράψουμε κι εμείς.
Και τέλος μην ξεχνάς που ενίοτε
Μας έρχοντ’ από τη Συρία σοφισταί,
Και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα θαρρώ.
Το κείμενο αυτό το έγραψε ο Κ.Π.Καβάφης το 1912. Κάποιος ηγεμόνας κρατιδίου
δίνει οδηγίες σ’ έναν τεχνίτη να σχεδιάσει νόμισμα, το οποίο εκτός των άλλων θα
κοσμεί επιγραφή στα ελληνικά και
μάλιστα με την προσθήκη της λέξης Φιλέλλην, προκειμένου να δημιουργείται η
εντύπωση πως υπάρχει επαφή με τον ελληνικό κόσμο και τον ελληνικό πολιτισμό.
Αυτή η επιδίωξη επαφής με την αρχαία Ελλάδα και ο θαυμασμός γι’ αυτήν
αποτέλεσε και σε νεότερα χρόνια το ιδεώδες μιας σειράς πνευματικών κινημάτων,
όπως του ουμανισμού, της αναγέννησης και του διαφωτισμού και έγινε η αιτία του
φιλελληνισμού, όπως αυτός εκδηλώθηκε στα χρόνια της Επανάστασης του 1821.
Ειδικά όταν μιλάμε για τη συγκεκριμένη εποχή, η φιλελληνική κίνηση που
συνεπήρε ανθρώπους από την Αμερική έως και την Ινδία (!) οφείλεται , εκτός από
το θαυμασμό προς τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, και στο ομόθρησκο των
Ελλήνων, όχι μόνο με τους ορθόδοξους Ρώσους, αλλά και με τους καθολικούς και
τους προτεστάντες. Ακόμη στον πολιτικό φιλελευθερισμό (ό, τι τουλάχιστον απέμεινε
απ’ αυτόν από τη Γαλλική Επανάσταση), στο ρομαντισμό, στη διεθνή φιλανθρωπία,
στη δράση των Ελλήνων λογίων που ζούσαν στη Δύση, στους περιηγητές που με το
έργο τους έδωσαν μιαν επίκαιρη εικόνα της νεοελληνικής ζωής και των προβλημάτων
της και, βέβαια, στις πολιτικές επιδιώξεις και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων
Δυνάμεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο καθένας από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν θα μπορούσε να αποτελέσει
ενδιαφέρον θέμα διερεύνησης. Σήμερα, όμως, που θυμόμαστε το γεγονός της έναρξης
της Ελληνικής Επανάστασης απέναντι στον Οθωμανικό ζυγό, επέλεξα να αναφερθώ σε
κάποιους εκπροσώπους του γερμανικού φιλελληνισμού, τιμώντας παράλληλα και τη
χώρα που μας φιλοξενεί.
Ομολογώ πως διαβάζοντας για το θέμα αυτό ξαφνιάστηκα με την πληροφορία ότι
οι περισσότεροι απ’ όσους ενεπλάκησαν στο ελληνικό ζήτημα, είτε με την πένα
τους είτε με το ξίφος, ήταν Γερμανοί. Ένας ακόμη λόγος, για να γίνει μια
σύντομη, έστω, αναφορά σε κάποιους απ’ αυτούς.
Σε Γερμανούς φιλέλληνες της πένας θα αναφερθώ, αφού δείξω πρώτα το κλίμα που επικρατούσε στην
Ευρώπη, όταν ξέσπασε η Επανάσταση : Στην πολιτική της Ευρώπης, λοιπόν,
κυριαρχούσε ο αυστριακός καγκελάριος Κλέμενς Μέτερνιχ, που στο πλαίσιο της
«Ιερής Συμμαχίας» είχε επιτύχει από το 1815 τη σύναψη μιας σειράς συμφωνιών που
επισήμως είχε ως στόχο την τήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη και τη συνεργασία
μεταξύ των μοναρχιών της Αυστρίας, Πρωσίας, Βρετανίας και Ρωσίας προς επίτευξη
αυτού του στόχου.
Αν και η ελληνική επανάσταση συσχετίσθηκε από τον Μέτερνιχ με το κίνημα του
Καρμποναρισμού στην Ιταλία και θεωρήθηκε κίνδυνος για την ανατροπή των
μοναρχιών, όμως η γερμανόφωνη κοινή γνώμη τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων. Στη
Γερμανία η Ελληνική Επανάσταση ερμηνεύτηκε από την αρχή σαν μια ιδιαίτερη
περίπτωση, διαφορετική από τις άλλες, που δεν σκόπευε στην ανατροπή κάποιας
νόμιμης εξουσίας ούτε είχε σχέση με συνομωσίες όπως ο Καρμποναρισμός. Θεωρούσαν
ότι τα αιτήματα των Ελλήνων ήταν δίκαια και ότι άξιζαν μια θέση στην
πολιτισμένη χριστιανική Ευρώπη.
Έτσι, από το φθινόπωρο του 1821 άρχισαν να λειτουργούν στα πιο φιλελεύθερα
νοτιο – δυτικά κρατίδια της Γερμανικής Συνομοσπονδίας φιλελληνικές επιτροπές οι
οποίες και έστειλαν εθελοντές στην Ελλάδα και υποστήριξαν οικονομικά πρόσφυγες
Πολιτικοί και διανοούμενοι τάχθηκαν ανοικτά υπέρ της ελληνικής επανάστασης,
όπως ο βαρόνος von Gagern (του πριγκιπάτου της Έσσης-Ντάρμσταντ), ο
οποίος στις 19 Ιουνίου 1821 εκφωνεί ένα θερμό φιλελληνικό λόγο, που ανάμεσα στα
άλλα περιλάμβανε και τα εξής:
«Ένα θανάσιμο αμάρτημα θα βαραίνει το Γερμανικό Έθνος αν δεν εγείρεται
πουθενά ούτε βοήθεια ούτε φωνή προς χάριν των Ελλήνων. Αυτοί μπορεί να έχουν
αρχίσει τον αγώνα τους ασύνετα, την ακατάλληλη στιγμή, με ανεπαρκή μέσα.
Εγκληματίες όμως δεν πρέπει να χαρακτηριστούν γι’ αυτό το
λόγο. Δεν ήσαν υπήκοοι, στην έννοια του δικαίου των Εθνών και του
πολιτισμού μας, αλλά σκλάβοι. Αυτό μαρτυρούν οι αρχιερείς των, που χωρίς ενοχή
και χωρίς να απολογηθούν, υπέστησαν δεινόν θάνατο στις πύλες των ναών τους.
Εγώ, ως υπήκοος ενός πρίγκιπα ο οποίος έγινε μέλος της Ιεράς Συμμαχίας, και ως
εκπρόσωπος των δικαιωμάτων και των επιθυμιών ενός γερμανικού λαού, εκφράζω εδώ
την προσδοκία και ελπίδα ότι οι Έλληνες θα βγουν νικητές από τον αγώνα τους, ή
να τους εξασφαλιστεί μια συνθήκη που θα τους θέσει υπό την αιγίδα του
ευρωπαϊκού δικαίου των Εθνών».
Τότε και ο ποιητής Wilhelm Müller συνέθεσε σειρά φιλελληνικών ποιημάτων με τον
τίτλο «Τραγούδια των Ελλήνων». Το πρώτο απ’ αυτά δημοσιεύθηκε στην ανθελληνική
εφημερίδα του Μέτερνιχ και άρχιζε έτσι :
«Μας ονόμασες επαναστάτες – πάντα έτσι ας μας καλείς!
Επάνω! Επάνω! Αυτό είναι το σύνθημα των Ελλήνων.
…. ….
Επάνω, αυτό είναι το σύνθημα των Ελλήνων το αιώνιο!
Ο υπέροχος ήχος αυτός ποτέ να μην ηχήσει μεσ’ την καρδιά σου.
Εσύ, κάτω στη λάσπη θα μένεις για πάντα και θα παρατηρείς του κόσμου τα
συμβάντα»
Την 1η Αυγούστου 1821 ο καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο
της Λειψίας Wilhelm Traugott Krug δημοσίευσε ένα
πύρινο άρθρο με τίτλο «Η αναγέννηση της Ελλάδας», στο οποίο εξέφραζε την
υποστήριξή του στο «ελληνικό ζήτημα» και το οποίο είχε μεγάλη απήχηση στη
γερμανική κοινή γνώμη. Η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως νοσταλγικό ιδεώδες, ως
ρομαντικά εξυψωμένη χώρα ελπίδων, ελεύθερης δημιουργίας και προόδου. Γράφει σε
κάποιο σημείο ο καθηγητής Krug : «Όλη η Τουρκία έχει από καιρό προγραφεί από την κοινή γνώμη σαν κάτι
άκρως άδικο που δεν υποφέρεται … Εάν λοιπόν μια ζηλότυπη και γεμάτη φόβο
πολιτική των κυβερνήσεων θεωρεί τον Ελληνικό Αγώνα απελευθερώσεως άκαιρο για
τους δικούς της σκοπούς, παρά ταύτα δεν θα πετύχει, παρ’ όλα τα σοφίσματά της,
να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι αυτός ο αγώνας είναι άδικος».
Στη χορεία των φιλελλήνων ανήκει και ο ποιητής Friedrich Schiller και ο Johann Wolfgang von Goethe, ο οποίος στο έργο του «Iphigenie auf Tauris» με τα λόγια «στέκομαι πολλές μέρες στο ακρογιάλι
με την ψυχή αναζητώντας τη χώρα των Ελλήνων» ομολόγησε τη συμμετοχή του στο
ελληνικό ζήτημα και κινητοποίησε πολλούς Γερμανούς να δείξουν την αλληλεγγύη
τους με τους Έλληνες που επεδίωκαν την ανεξαρτησία τους.
Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω σ’ έναν ποιητή που το 2020 συμπληρώθηκαν
250 χρόνια από τη γέννησή του και που, δυστυχώς, όπως συνέβη βέβαια και για
άλλες προσωπικότητες του πνεύματος, λόγω της επιδημίας δεν έλαβαν χώρα οι
τιμητικές εκδηλώσεις που τους οφείλουμε. Αναφέρομαι στον Friedrich Hölderlin (20
Μαρτίου 1770 – 7 Ιουνίου 1843), ο οποίος έγραψε το κείμενο Υπερίων ή Ο Ερημίτης
στην Ελλάδα εμπνεόμενος από την επανάσταση των Ελλήνων εναντίον του Οθωμανικού
ζυγού και ο οποίος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος συγγραφέας που μίλησε ανοιχτά για το
ελληνικό ζήτημα, και μάλιστα αρκετά χρόνια πριν να ξεσπάσει η επανάσταση.
Το έργο – που κυκλοφόρησε σε δύο μικρούς τόμους το 1799 – το συνέθεσε ο Hölderlin με αφορμή τα Ορλωφικά (1770), έχει ως θέμα την
απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Οθωμανούς κατακτητές και εκεί δηλώνεται
ξεκάθαρα από τον ποιητή ότι η απαίτηση των Ελλήνων για ανεξαρτησία είναι
απολύτως δίκαιη.
Ο Hölderlin αντιμετωπίζει με ενσυναίσθηση το
ελληνικό ζήτημα, όπως φαίνεται από απόσπασμα επιστολής του : «αγαπώ αυτή την
Ελλάδα σε όλα. Κουβαλάει το χρώμα της καρδιάς μου. Όπου και να κοιτάξει κανείς
είναι θαμμένη κάποια χαρά». Και σε άλλη επιστολή προς την αγαπημένη του Διοτίμα
: «Και τώρα πολύ θα ήθελα να σε δω, κορίτσι μου! Να σε δω θα ήθελα και να
κρατήσω τα χέρια σου πάνω στην καρδιά μου, που η χαρά της θα είναι σε λίγο
απερίγραπτη! Γιατί σε μια εβδομάδα ίσως θα είναι ελεύθερη η ευγενής, η ιερή
Πελοπόννησος».
Λίγο μετά την έκρηξη της Επανάστασης αποφασίστηκε μια έκδοση του έργου
Υπερίων στα ελληνικά. Το μισό του ποσού που αναμενόταν να εισπραχθεί από την
πώληση του βιβλίου θα ήταν στη διάθεση της Φιλελληνικής Ένωσης Στουτγκάρδης για
την «υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα της αξιολύπητης Ελλάδας, της
πνευματικής πατρίδας των ποιητών».
Αλλά και η γερμανική δημόσια ζωή επηρεάστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν από
το πνεύμα της ελληνικής επανάστασης. Η τέχνη, η λογοτεχνία και η αρχιτεκτονική,
όπως και η δημιουργία γερμανικού εθνικού αισθήματος διαμορφώθηκαν εξαιτίας του
ελληνικού αγώνα ανεξαρτησίας. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο Α΄ της Βαυαρίας, ο
πατέρας του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, του Όθωνα, φαντάστηκε το Μόναχο σαν
«μια Αθήνα στις όχθες του ποταμού Isar», κάτι που δείχνει την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού.
Και εκτός Γερμανίας, όμως, η ελληνική επανάσταση άνοιξε το δρόμο για την
κοινοβουλευτική και δημοκρατική εξέλιξη της Ευρώπης και επηρέασε αποφασιστικά την
πορεία της ιστορίας.
Οπωσδήποτε η αναφορά στο γερμανικό φιλελληνισμό και κάποιους εκπροσώπους
του δεν είναι ούτε κατά διάνοια εξαντλητική, για να μην αναφερθώ στο γεγονός
ότι δεν έγινε μνεία σ’ εκείνους τους Γερμανούς φιλέλληνες που με το ξίφος τους
πολέμησαν κοντά στους Έλληνες εμπνεόμενοι από το δίκαιο του αγώνα τους. Έστω
και έτσι, όμως, ας θεωρηθεί ευχαριστήρια έκφραση απέναντι σ’ εκείνους τους
ανθρώπους που πίστεψαν στα δίκαια ενός καταπιεσμένου λαού και θέλησαν να του
σταθούν αρωγοί του.