Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Αννόβερο 2021


Επειδή κατά τους εορτασμούς για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 το σχολείο ήταν κλειστό λόγω φθινοπωρινών διακοπών, το αφιέρωμα παρουσιάσθηκε στους μαθητές αμέσως μετά την επιστροφή μας, δηλ. την 1η Νοεμβρίου 2021. Θεωρήθηκε από όλους απαραίτητο, γιατί η ιστορική μνήμη και οι θυσίες των πατεράδων και των παππούδων μας είναι οι παρακαταθήκες του λαού μας που μας ανοίγουν το δρόμο για ένα μέλλον που απαιτεί γνώση και ενεργοποίηση όλων μας των δυνάμεων, προκειμένου να αποφευχθούν ανάλογα νοσηρά φαινόμενα.

Έτσι :

Στις μεγάλες επετείους συνηθίζεται να εκφωνείται λόγος και για να δοθεί διέξοδος στα συναισθήματα χαράς και περηφάνειας, αλλά και για να αναμετρήσουμε το χρέος μας απέναντι στις παλιότερες και μελλούμενες γενιές των Ελλήνων.

28η Οκτωβρίου 1940: ο λαός μας με πενιχρά μέσα ορθώθηκε αποφασιστικά ενάντια στο φασισμό που είχε ήδη γονατίσει σε ελάχιστο χρόνο σχεδόν όλους τους λαούς της Ευρώπης.

Τα ιστορικά γεγονότα του 2ου παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα τα γεγονότα πριν απ’ την 28η Οκτωβρίου στην Ευρώπη είναι λίγο πολύ γνωστά. Η πανίσχυρη μηχανή του Γ΄ Ράιχ προχωρούσε ακάθεκτη, και οι χώρες έπεφταν η μία μετά την άλλη στα χέρια των Γερμανών. Αλλά και η φασιστική Ιταλία επεδίωκε την εξαγωγή και την εγκαθίδρυση των ιδεών του φασισμού έξω από τα σύνορά της. Η Ελλάδα ήταν από τους πρώτους στόχους του Μουσολίνι. Επιτίθενται λοιπόν οι στρατιές των Ιταλών από την Αλβανία στην Ελλάδα με την ελπίδα ότι πολύ σύντομα θα την μετατρέψουν σε επαρχία τους.

Το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου έδωσε τον τόνο στην όλη υπόθεση. Ως κείμενο επέζησε στην Ιστορία : «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Ο ελληνικός λαός στα μετόπισθεν διαδηλώνει το μίσος του κατά του φασισμού και δίνει το δικό του ΟΧΙ μετά το ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά.

Οι επιτυχίες των ελληνικών στρατευμάτων στο αλβανικό μέτωπο κάνουν τους Έλληνες να πιστεύουν ότι ο τίμιος αγώνας τους θα δικαιωθεί. Και θα δικαιωνόταν αν ο Χίτλερ την άνοιξη του 1941 δεν ερχόταν προς βοήθεια των Ιταλών, για να σώσει το γόητρο των δυνάμεων του άξονα. Οι Έλληνες αντιμέτωποι πια με δυνάμεις πολλαπλάσιες και τέλεια εξοπλισμένες άρχισαν να υποχωρούν. Η τελευταία σελίδα αυτής της φάσης του πολέμου γράφεται στην Κρήτη, όπου σπάει προσωρινά το αήττητο της Γερμανίας.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης ολόκληρη η Ελλάδα περνάει υπό την κατοχή Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων, οι οποίοι κάνουν ό, τι μπορούν για να την εξοντώσουν : με τη ληστεία του ελληνικού πλούτου, με το στράγγισμα της ελληνικής γης, με την πείνα που γεμίζει τους δρόμους με χιλιάδες σκελετούς και τα κάρα των σκουπιδιών με νεκρούς, με την άγρια τρομοκρατία που όσο πάει και θεριεύει, για να φτάσει σ’ ένα πρωτοφανέρωτο θανατικό (Καλάβρυτα, Κομμένο, Δοξάτο, Κρήτη κ.α.)

Ωστόσο οι Έλληνες δεν έμειναν άπραγοι, αλλά οργάνωσαν την εθνική αντίσταση. Ένα από τα πρώτα κιόλας βράδια της σκλαβιάς ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Πολύ γρήγορα οργανώθηκε αντίσταση στα βουνά, στις πεδιάδες, στα χωριά. Προκηρύξεις, παράνομες εφημερίδες, συνθήματα στους τοίχους, συλλαλητήρια, σαμποτάζ κατά των κατακτητών. Το Σεπτέμβριο του 1941 ιδρύονται οι τρεις μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις : ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, ΕΑΜ. Ανοίγονται μέτωπα παντού, απελευθερώνεται σπιθαμή-σπιθαμή η γη της Ελλάδας, όχι βέβαια εύκολα ούτε αναίμακτα, αντίθετα με βαριές θυσίες.

Σε αντίποινα για την ανάπτυξη της αντίστασης, ο γερμανικός στρατός κατοχής εφαρμόζει πολιτική τρόμου και μαζικών εκτελέσεων. Τέσσερα τέτοια παραδείγματα θα αναφέρω : τα γεγονότα στο Κομμένο Άρτας στις 16 Αυγούστου 1943, στα Καλάβρυτα στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στο Δοξάτο το Σεπτέμβριο του 1941 και γεγονότα στην Κρήτη.

Η σφαγή στο Κομμένο

Στη μέση της κεντρικής πλατείας του χωριού Κομμένο, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Άραχθου και λίγα χιλιόμετρα νότια της Άρτας, υπάρχει ένα μαρμάρινο μνημείο που στις πλευρές του είναι χαραγμένα τα ονόματα των 317 ντόπιων που σκοτώθηκαν σε μιαν επιδρομή της Βέρμαχτ τον Αύγουστο του 1943. Περιλαμβάνονται 74 παιδιά κάτω των 10 χρόνων και 20 οικογένειες με όλα τους τα μέλη.

Στις 12 Αυγούστου μια μικρή ομάδα ανταρτών επισκέφθηκε το Κομμένο. Ακούμπησαν τα τουφέκια τους στο δέντρο στη μέση της πλατείας και άρχισαν να επιτάσσουν τρόφιμα από τα μαγαζιά και τους αγρότες, ως συνήθως.

Όμως, ξαφνικά, μια διμελής μηχανοκίνητη αναγνωριστική ομάδα της Βέρμαχτ μπήκε μέσα στο χωριό, πιάνοντάς τους όλους στα πράσα. Μόλις οι Γερμανοί είδαν τους αντάρτες και τα όπλα τους, έκαναν μεταβολή και έφυγαν από κει που είχαν έρθει. Πίσω τους άφησαν τους πολύ τρομαγμένους χωρικούς, οι οποίοι τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκαν έξω στα χωράφια φοβούμενοι επίθεση αντιποίνων, παρόλο που δεν είχαν σκοτωθεί στρατιώτες. Δεν έγινε όμως τίποτε τέτοιο και επέστρεψαν στα σπίτια τους.

Αλλά η μονάδα αναγνώρισης είχε ήδη αναφέρει στο Αρχηγείο της 1ης Ορεινής Μεραρχίας στα Γιάννενα ότι είχε δει αντάρτες στο Κομμένο. Στη συνέχεια ενημερώθηκε η Αθήνα και αποφασίστηκε να γίνει μια παραδειγματική «αιφνιδιαστική επιχείρηση» εναντίον του Κομμένου. Με το πρόσχημα ότι είχαν σκοτωθεί Γερμανοί στρατιώτες ήταν καιρός για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών. Το πρωί της 16ης Αυγούστου θα ξεκλήριζαν το αντάρτικο λημέρι. Οι εντολές ήταν σαφείς: έπρεπε να μπουν στο χωριό και «να μην  αφήσουν τίποτα όρθιο». Το χωριό περικυκλώθηκε και άρχισε η επίθεση. Αν οι στρατιώτες περίμεναν να ανταποδώσουν οι αντάρτες τα πυρά, θα πρέπει να ξαφνιάστηκαν. Δεν υπήρξε ανταπόδοση και ο 12ος Λόχος δεν ανέφερε θύματα ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Πράγματι, δεν υπήρχαν αντάρτες στο χωριό, κι εκείνοι που είχαν επισημανθεί να επιτάσσουν αγαθά στις 12 του μήνα ήταν ξένοι. Στα σπίτια, όπου όρμησε το πρώτο κύμα των ομάδων εφόδου, κοιμόνταν μόνο οικογένειες. Καθώς οι άνθρωποι ξύπνησαν και προσπαθούσαν να το σκάσουν, οι στρατιώτες που στελέχωναν τις σκοπιές στην έξοδο του χωριού άρχισαν να τους πυροβολούν. Γυναίκες και παιδιά συγκαταλέγονταν στα θύματα. Η μοναδική οδός διαφυγής που είχαν παραβλέψει οι Γερμανοί ήταν από την άλλη μεριά του ποταμού Άραχθου. Πολλοί χωρικοί κατάφεραν να κολυμπήσουν στην απέναντι όχθη, κι έτσι επέζησε ο μισός σχεδόν πληθυσμός του Κομμένου.

Οι ίδιοι οι Γερμανοί στρατιώτες, που συμμετείχαν στην επιχείρηση, είχαν ανάμεικτα συναισθήματα. Οι περισσότεροι ήταν πολύ στενοχωρημένοι. «Κανείς σχεδόν δεν συμφωνούσε με την επιχείρηση» θυμάται ένας απ’ αυτούς. Κορμιά κείτονταν παντού. Μερικοί δεν είχαν πεθάνει. Κουνιόνταν και βογκούσαν. Δυο – τρεις κατώτεροι αξιωματικοί προχωρούσαν αργά μέσα στο χωριό και έδιναν τις θανατηφόρες «χαριστικές βολές». Οι άνδρες της Μονάδας Περισυλλογής ή Εκκαθάρισης μάζεψαν «τα λάφυρα», στα οποία περιλαμβάνονταν αγελάδες και άλλα ζώα, και άρχισαν να τα φορτώνουν στα φορτηγά. Ενώ αρκετοί στρατιώτες έπαιρναν για λογαριασμό τους ό, τι μπορούσαν να βρουν, χαλιά, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα αξίας, άλλοι παραήταν στενοχωρημένοι για να νοιάζονται για κάτι τέτοιο.

Δόθηκε διαταγή να βάλουν φωτιά στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει ανέπαφα. Ακόμη και στο νεκροταφείο δεν χαρίστηκαν. Πυροβόλησαν και σκότωσαν και τον παπά του χωριού, καθώς έβγαινε να συναντήσει τον επικεφαλής της εφόδου, στα πρώτα λεπτά της επιχείρησης.

Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943

Στο καμπαναριό της εκκλησίας των Καλαβρύτων, ακόμη και σήμερα, το ρολόι είναι σταματημένο στις 14:34, όταν ξεκληρίστηκε όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών του ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), οι οποίοι επέφεραν ένα ισχυρό χτύπημα στους Γερμανούς, σκοτώνοντας 30 στρατιώτες τους. Στις 9 Δεκεμβρίου διατάχθηκε να συγκεντρωθούν οι γυναίκες και τα παιδιά στην εκκλησία, ενώ όλοι οι άντρες  (περίπου 500) μεταξύ 16 και 80 χρόνων τουφεκίστηκαν. Έξω από την εκκλησία ήταν 300 Γερμανοί στρατιώτες με εκρηκτικές ύλες που έβαλαν φωτιά στο κτίριο. Ένας αυστριακός στρατιώτης, αντίπαλος του ναζισμού, άνοιξε την πίσω πόρτα της εκκλησίας με αποτέλεσμα γύρω στις 200 γυναίκες, παιδιά και γέροντες να καταφέρουν να διαφύγουν στα γύρω βουνά. Τα Καλάβρυτα καίγονταν πολλές μέρες. Πολλές μέρες εντοπίζονταν από τους Γερμανούς κρυμμένοι κάτοικοι και δολοφονούνταν. Στις 13 Δεκεμβρίου η πόλη είχε ισοπεδωθεί.

Δοξάτο, Σεπτέμβριος 1941

Το Δοξάτο είναι μια κωμόπολη στους πρόποδες του Παγγαίου και οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι μπροστά του απλώνεται κάμπος προς τον οποίο η θέα είναι ανοιχτή (δοξάτο ονομαζόταν το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού που από τα παράθυρά του η θέα ήταν απρόσκοπτη).

Το Σεπτέμβριο του 1941  έγινε από αντάρτες της περιοχής εξέγερση κατά των δυνάμεων κατοχής, που στην περιοχή ήταν οι Βούλγαροι, των οποίων η στάση απέναντι στους κατοίκους ήταν ιδιαίτερα σκληρή και δεν περιοριζόταν μόνο σε προσπάθειες εκβουλγαρισμού τους, σε απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας, αλλά επεκτεινόταν και στη μεταφορά ομήρων στη Βουλγαρία, σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Στην εξέγερση των ανταρτών οι Βούλγαροι απάντησαν με ωμότητα σφάζοντας, βιάζοντας και πυρπολώντας το χωριό. Επιζώντες περιγράφουν με δέος τις σκηνές βίας που ξετυλίχτηκαν στο Δοξάτο. Κάτι άκουσα κι εγώ η ίδια από τη μαμά μου που τότε ήταν 15 χρόνων.

«Έδεσαν, παιδί μου, τους άντρες από 16 χρονών και πάνω πισθάγκωνα με αγκαθωτό σύρμα και τους έκλεισαν μέσα στο δημοτικό σχολείο», μου έλεγε, «και μετά έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν ζωντανούς».

Και άλλους τους σκότωσαν μπροστά σε ανοιγμένους λάκκους, όπου και θάφτηκαν όλοι μαζί. «Οι στρατιώτες που πυροβολούσαν», γράφει σε βιβλίο του ο δάσκαλος του χωριού, «ήταν μεθυσμένοι. Νωρίτερα οι αξιωματικοί τους είχαν λεηλατήσει καταστήματα του Δοξάτου και είχαν κατασχέσει ό, τι κρασί και ρακί βρήκαν». Μετά το θανατικό οι Βούλγαροι απαίτησαν από τους χωρικούς γύρω στα 3.000 λέβα για την αξία των φυσιγγίων με τα οποία σκότωσαν τους συγγενείς τους (!!!!!!!!!!)

Η βουλγαρική κατοχή κράτησε μέχρι τον Οκτώβρη του 1944. Στην απελευθερωμένη πια Ελλάδα, αργότερα, οι επιζώντες και οι απόγονοι των νεκρών έστησαν μνημείο του ολοκαυτώματος (που μάλιστα ήταν το τρίτο που βίωσαν οι δοξατινοί, αφού ανάλογα γεγονότα έγιναν και το 1913 και το 1917, πάντοτε με θύτες τους Βουλγάρους), όπου αναγράφονται τα ονόματα (είναι αναρτημένες μάλιστα και οι φωτογραφίες τους) των δολοφονηθέντων. Και όταν ρωτήθηκαν αν σήμερα μισούν τους Βουλγάρους, η απάντηση ήταν «όχι, δεν είναι το μίσος που θα μας βοηθήσει να πορευθούμε στο μέλλον, αλλά η μνήμη».

Κρήτη

Ο Γ.Θεοτοκάς στα Τετράδια Ημερολογίου αναφέρει ανάμεσα σε άλλα και το εξής :

Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 1941

…… Επεισόδια της Κρήτης: Σ’ ένα χωριό οι Γερμανοί, εφαρμόζοντας αντίποινα, αποφασίζουν να τουφεκίσουν ένα μεγάλο αριθμό αντρών, άκουσα καμιά εκατοστή. Τους βάζουν και σκάβουν ένα λάκκο κι ύστερα τους παρατάσσουν και τους θερίζουν με το πολυβόλο. Όμως, δεν πεθαίνουν όλοι αμέσως, αλλά πολλοί βογγούν και κουνιούνται, κι οι Γερμανοί, για λόγους οικονομίας (και, υποθέτω, από αδιαφορία γι’ αυτήν την κατώτερη πάστα ανθρώπων) δεν έχουν καμιά όρεξη να τους δώσουν τη χαριστική βολή. Τους ρίχνουν μέσα στο λάκκο, ανάκατα, ζωντανούς και πεθαμένους, και τους σκεπάζουν όπως-όπως. Μα η δουλειά γίνεται ακατάστατα, και, στο τέλος, ο σωρός των σωμάτων και τους χώματος υπερέχει από την επιφάνεια του εδάφους και σχηματίζει ένα είδος γήλοφου. Ο γήλοφος αυτός κουνιότανε είκοσι τέσσερις ώρες. Οι περίοικοι έβλεπαν από μακριά να κουνιέται και έκαναν το σταυρό τους. Στο τέλος, οι Γερμανοί εκνευρίστηκαν και πρόσταξαν και πέρασε απάνω απ’ το σωρό ένα τανκ.

 Κάποτε, βέβαια, τελείωσε αυτός ο πόλεμος. Η Αθήνα απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη που καταδίκασαν πολλές δεκάδες Γερμανούς σε θάνατο και τους εκτέλεσαν, η ελληνική δικαιοσύνη επέδειξε υποδειγματική μεγαλοψυχία, που απηχούσε τις παραδόσεις της πανάρχαιης μεγαλοφροσύνης του λαού της. Τα ανθρώπινα αισθήματα των Κρητών (για να αναφέρω ένα παράδειγμα) τα απέδωσε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ο Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Καίστνερ :

«Το 1952, έγραψε, πήγα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο στην Αθήνα (ο Καίστνερ μιλούσε άπταιστα ελληνικά). Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμη και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική πια κρητική φιλοξενία. Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο. Ήταν έρημο, με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα, όμως, λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα και τη ρώτησα:

Είστε από δω;

Μάλιστα

Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς.

Και η απάντηση -γράφει ο Καίστνερ- μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί :

Παιδί μου, είπε, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ την περίοδο 1941-1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης και έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο το 1943, και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Sachsenhausen. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν παιδιά μιας κάποιας μάνας σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου….

Καμιά, λοιπόν, εύκολη θριαμβολογία από το στόμα του απλού ανθρώπου για την τελική ήττα της Γερμανίας. Αντίθετα : πιο πολύ πόνος για τον άνθρωπο που χάνεται και γι’ αυτόν που μένει πίσω να θρηνεί, ανεξάρτητα από το αν ανήκει στους νικητές ή νικημένους. Αυτή ακριβώς η στάση της κρητικιάς μάνας μου θύμισε τους Πέρσες του Αισχύλου, όπου ο ποιητής δεν παρασύρθηκε από έκρηξη πατριωτικού ενθουσιασμού για την ελληνική νίκη σε βάρος των Περσών στη Σαλαμίνα το 490 π.Χ. , αλλά έδωσε ένα πειστικό αντίχτυπό της από την πλευρά του νικημένου, για να φιλοσοφήσει πάνω στα ανθρώπινα.

Γιατί το αναφέρω αυτό;

Το αναφέρω για να φανεί πόσο η κουλτούρα του λαού μας διαπνέεται από το πνεύμα της αρχαιότητας, χωρίς τις περισσότερες φορές να το συνειδητοποιούμε. Για να φανεί πόσο οι παρακαταθήκες των μακρινών μας παππούδων έχουν διαποτίσει τις συνειδήσεις του λαού μας μέσα στους αιώνες οδηγώντας τον σε πράξεις θάρρους, αυτοθυσίας και καρτερικότητας, όχι σαν να είναι κάτι έξωθεν επιβεβλημένο, αλλά σαν κάτι εγγεγραμμένο στο DNA μας.

Επιπλέον, αυτούς που δικαιώθηκαν ως πολίτες και ως άνθρωποι στα βουνά της Αλβανίας, αλλά και στους αγώνες της εθνικής αντίστασης, δεν τους οδηγούσε το προσωπικό βόλεμα και η καλοπέραση. Δεν περίμεναν κανέναν άλλον να σώσει τον τόπο τους. Δεν εύρισκαν δικαιολογίες ώστε να αποφεύγουν τις αρρώστιες, την πείνα, τις κακουχίες, τους τραυματισμούς, ακόμη και το θάνατο. Γιγάντωνε τη θέλησή τους μόνο η ανυστερόβουλη αγάπη για την πατρίδα, το πάθος για την ελευθερία του τόπου τους και το όνειρό τους για ένα καλύτερο αύριο για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Αυτοί οι άνθρωποι αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση και πνεύμα ενότητας και προσωπικής ευθύνης. Ήξεραν πολύ καλά ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Αυτές τις απλές και ξεκάθαρες παρακαταθήκες μας κληροδότησαν. Είναι στο χέρι μας αν θα κάνουμε αποδοχή αυτής της κληρονομιάς.


Π. Αλατζόγλου, καθηγήτρια του Ελληνικού Λυκείου Αννοβέρου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου